Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθεντικά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αυθεντικά, επίρρ.· αφεντικά.
  • 1) Mε σεβασμό που οφείλεται σε άρχοντα:
    • εσύντυχά του αφεντικά (Πικατ. 116).
  • 2)
    • α) Mε τρόπο που ταιριάζει σε άρχοντα:
      • μα την αλήθειαν, ζω καλά, αυθεντικά εις τον κόσμον (Συναξ. γαδ. 146
    • β) με τρόπο που ταιριάζει σε κυρίαρχο, κάτοχο:
      • αυθεντικά να τον διαβείς τον πύργον της ψυχής μου (Λίβ. Sc. 296).

[<επίθ. αυθεντικός. O τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυθεντικά [afθendiká] adv
  • ① authoritatively, validly, reliably (syn αυθεντικώς, near-syn έγκυρα):
    • η Γενική Συνέλευση [είναι] μόνη αρμόδια να ερμηνέψει ~ το ψήφισμά της (Christidis) |
    • έχουν μιλήσει πρώτοι, ~ και έγκυρα, για αγωνία (Terzakis)
  • ② authentically, truly, faithfully, genuinely (syn γνήσια, πιστά):
    • ~ ελληνικοί χοροί |
    • τραγούδι ~ τραγουδημένο |
    • σπίτι ~ επιπλωμένο |
    • με τι μέσα διακρίνεται το ~ πραγματικό .. από .. τις παραποιήσεις του; (Papanoutsos) |
    • είναι το έργο .. που εκφράζει ~ τον ίδιον και την τέχνη του (Chatzinis) |
    • παίζουν το έργο αυθεντικότερα απ' τους Γάλλους (Athanasiadis-N, adapted) |
    • έχεις να κάνεις με καλούς χορευτές .. και χορεύουν αυθεντικότατα (Stratou)

[fr postmed, MG αυθεντικά, der of αυθεντικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες