Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθαιρέτως [afθerétos] adv (L)
- arbitrarily, capriciously, highhandedly (syn in αυθαίρετα):
- η δυναστεία .. διορίζει ~ πρωθυπουργούς της αρεσκείας της (Petsalis) |
- θα απομάκρυνε ~ τον εκλεκτό του λαού από την εξουσία (Roussos)
[fr kath αυθαιρέτως ← MG, PatrG ← K (also pap), der of αὐθαίρετος]
- arbitrarily, capriciously, highhandedly (syn in αυθαίρετα):



