Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθαιρέτως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυθαιρέτως [afθerétos] adv (L)
  • arbitrarily, capriciously, highhandedly (syn in αυθαίρετα):
    • η δυναστεία .. διορίζει ~ πρωθυπουργούς της αρεσκείας της (Petsalis) |
    • θα απομάκρυνε ~ τον εκλεκτό του λαού από την εξουσία (Roussos)

[fr kath αυθαιρέτως ← MG, PatrG ← K (also pap), der of αὐθαίρετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες