Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθαίρετο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αυθαίρετο [afθéreto] το, (L)
  • ① arbitrariness (syn αυθαιρεσία 1):
    • η κρίση του δικαστή καθορίζεται .. από πρώτα, χωρίς ν' αφήνεται περιθώριο στο τυχαίο ή στο ~ (Evelpidis)
  • ② high-handed or arbitrary act (syn in αυθαιρεσία 3):
    • το Bουλευτικό θα καταγγείλει .. τα όσα αυθαίρετα έγιναν στην Tριπολιτζά (Petsalis)

[substantiv. n of αυθαίρετος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυθαίρετος -η -ο [afθéretos] Ε5 : 1.(για πράξη κτλ.) που το υποκείμενό της δεν παίρνει υπόψη του τη γνώμη, τη θέληση, τα δικαιώματα άλλων ή κάποιους νόμους, συνήθειες ή κανόνες: Aυθαίρετη συμπεριφορά, δεσποτική. Aυθαίρετη απόφαση. Aυθαίρετο συμπέρασμα. || (ως ουσ.) το αυθαίρετο, κτίσμα, κατοικία που οικοδομήθηκε χωρίς προηγούμενη άδεια των πολεοδομικών αρχών. 2. για κτ. που δεν υπόκειται σε κανόνες, που δεν καθορίζεται από αυτούς. || (ως ουσ., γλωσσ.): Tο αυθαίρετο του γλωσσικού σημείου, η μη αναγκαία σχέση που συνδέει το σημαίνον με το σημαινόμενο. αυθαίρετα ΕΠIΡΡ: Ενεργώ / αποφασίζω ~.

[λόγ. < αρχ. αὐθαίρετος `που ενεργεί με ελεύθερη επιλογή΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυθαίρετος, -η, -ο [afθéretos] (L)
  • ① bearing no relation to nature, reality, or reason, arbitrary:
    • αυθαίρετη διάκριση, εξήγηση, υπόθεση |
    • αυθαίρετο συμπέρασμα |
    • η αυθαίρετη φύση του γλωσσικού σημείου the arbitrary nature of the linguistic sign |
    • έδωσαν αυθαίρετα ονόματα στα πουλιά |
    • διατρέχουμε τον κίνδυνο να έχουν τα τυπωμένα σύμβολα, για μερικά παιδιά, μόνο ψεύτικη και αυθαίρετη σημασία (Geros) |
    • προβάλλει τους ορισμούς αυτούς ως αυθαίρετα κατασκευάσματα (Lambridi) |
    • είναι οι αρχές της λογικής πραγματικά αυθαίρετες; (Vasileiou)
  • ② cavalier, capricious, arbitrary, whimsical (syn ετσιθελικός, near-syn ιδιότροπος):
    • αυθαίρετη λύση |
    • αυθαίρετο ύφος |
    • η ελευθερία .. δεν σημαίνει ποτέ αυθαίρετη και άγονη άρνηση της φύσης (Despotop) |
    • φανερώνει αυθαίρετη αντιμετώπιση των ζητημάτων, δηλαδή μια θεώρηση σαφώς αντιεπιστημονική (Dizikirikis)
  • ③ highhanded, imperious, arbitrary (near-syn αυταρχικός, δεσποτικός, τυραννικός):
    • αυθαίρετη δίωξη, κυβέρνηση, σύλληψη, τακτική |
    • διοικεί με αυθαίρετο τρόπο |
    • αυθαίρετη αναστολή της προαγωγής των υπαλλήλων |
    • αυθαίρετη λήξη της θητείας του διοικητικού συμβουλίου |
    • τα πολιτεύματα διαιρούνται σε αυθαίρετα και νομοτελή (Papanoutsos)
  • ④ math not assigned a specific value, undetermined, arbitrary, random:
    • αυθαίρετη σταθερά arbitrary constant

[fr kath αυθαίρετος ← K (also pap), AG 'self-elected']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες