Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθάδικα [afθá∂ika] adv
- insolently, impudently, disrespectfully, cheekily (syn phr με αυθάδεια, L αναιδώς, αυθαδώς):
- μιλάει ~ |
- έξαφν' ~ σκορπιέται μέσα στη στοχαστική πορφυροστόλιστη ώρα βροντερόν ογκάνισμα (Palam) |
- τ' απολογήθη ~, μα σύγκαιρα .. του χαμογέλασε (Nikolaïdis) |
- ανέβαινε αίμα στο ξαναμμένο πρόσωπό της, που το έκανε να φαίνεται κόκκινο, ~ κόκκινο (Proussis) |
- poem κι ένα πιγούνι ~ προκλητικό (Tsirkas)
[der of αυθάδικος]
- insolently, impudently, disrespectfully, cheekily (syn phr με αυθάδεια, L αναιδώς, αυθαδώς):



