Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυγούλα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αυγούλα [avγúla] η,
  • ① early (or pleasant) dawn (syn αυγίτσα 1):
    • γελαστή, δροσόλουστη, ροδοστόλιστη ~ |
    • ξημέρωμα της αυγούλας |
    • το άστρο της αυγούλας morning star (syn αυγερινός1 1) |
    • πρόβαλε, ρόδισε, έφεξε η ~ |
    • ξάνοιξα μες στο θαμπό φως της αυγούλας την καμπάνα του μοναστηριού (Krystallis) |
    • απάνω στο άλικο άνθισμα των χειλιών της .. νόμιζες πως οι ανοιξιάτικες αυγούλες άφηναν .. τη δροσιά τους (Nirvanas) |
    • το πιο μεγάλο σκοτάδι είναι λίγο πριν χαράξει η ~ (Petsalis) |
    • poem βράδια κι αυγούλες διάβαιναν, μέρες και νύχτες φεύγαν (Palam)
  • ② acc in adv function at early dawn (syn in αυγή αυγή):
    • ξεκίνησε, πήγε την ~ |
    • πέθανε την ~ |
    • ξύπνησα με την ~ ανήσυχος (Valtinos) |
    • folks. κλαίγε με μάνα, κλαίγε με την νύχτα με φεγγάρι | και την ~ με δροσιά, όσο να φέξ' ο ήλιος (Passow) |
    • poem .. ω στόμα, ω μάτι, | μιαν ~ σβήσατε | στο φονικό κρεβάτι (Palam)

[der of αυγή w. suff -ούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυγουλάδικο το [avγuláδiko] Ο41 : (προφ.) το μαγαζί του αυγουλά.

[αυγουλ(άς) -άδικο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυγουλάς ο [avγulás] Ο1 θηλ. αυγουλού [avγulú] Ο37 : ο πωλητής αυγών.

[αυγούλ(ι δες στο αυγό) -άς· αυγουλ(άς) -ού]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυγουλάτος -η -ο [avγulátos] Ε3 : που έχει το σχήμα του αυγού· αυγοειδής, αυγόσχημος. || (ως ουσ.) το αυγουλάτο, ποικιλία σταφυλιού.

[αυγούλ(ι δες στο αυγό) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες