Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατόνηση η [atónisi] Ο33 : (νομ.) εξασθένηση ισχύος.
[λόγ. ατονη- (ατονώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατόνηση [atόnisi] η, (L)
- ① weakening, slackening, decline, atrophy:
- η .. χαλάρωση της τάσης προς την εξωτερικήν ομορφιά διευκόλυνε την ~ της αρχαίας αισθητικής παράδοσης (Pallas)
- ② law cessation of validity or application, desuetude, abeyance (syn ατονία 3):
- ~ νόμου, συμβάσεως
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατόνησις (1891), der of ατονώ]
- ① weakening, slackening, decline, atrophy:



