Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατυχών
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατυχών [atixόn] ο, (L)
  • person suffering due to adversities or misfortune:
    • ο σταθμός είναι πρωταρχικός συντελεστής της προνοίας για τους ατυχούντες και τους έχοντες ανάγκη ιατρικής περιθάλψεως

[fr kath ο ατυχών ← AG, substantiv. m of prp of ἀτυχῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες