Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ατυχοσύνη η.
-
- Πονηριά, κακία:
- να ’χει δικαιοσύνη και να περιπατεί ορθά, χωρίς ατυχοσύνη (Aιτωλ., Mύθ. 694).
[<επίθ. άτυχος + κατάλ. ‑σύνη]
- Πονηριά, κακία:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. άτυχος + κατάλ. ‑σύνη]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |