Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατσιγαρία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατσιγαρία η [atsiγaría] Ο25 : (προφ.) η έλλειψη τσιγάρων. || η μεγάλη φτώχεια, η αφραγκία.

[ατσίγαρ(ος) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατσιγαρία [atsiγaría] η,
  • lack of cigarettes:
    • ήταν μεγάλος ο καημός μας από την ~ (Myriv) |
    • όταν τον έσφιξαν οι ατσιγαρίες, με παρακαλούσε να πηγαίνω (Tachtsis)

[der of ατσίγαρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες