Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατρόχιστος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατρόχιστος -η -ο [atróxistos] Ε5 : (για κοπτικά εργαλεία) που δεν τον τρόχισαν για να κόβει καλύτερα: Aτρόχιστο μαχαίρι / πριόνι.

[α- 1 τροχισ- (τροχίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατρόχιστος, -η, -ο [atrό istos]
  • ① unsharpened, unwhetted (syn ακόνιστος 1, ant ακονισμένος 1, τροχισμένος):
    • μαχαίρι, τσεκούρι, ψαλίδι ατρόχιστο |
    • εδιάβαζε την εκκλησιαστικήν ακολουθία συλλαβή προς συλλαβή, σαν ατρόχιστη μηχανή που κόβει φελλοβουλώματα (Karkanitsas)
  • ② fig untrained, unexercised, unrefined (syn ακόνιστος 2, ant ακονισμένος 2):
    • ατρόχιστη γλώσσα |
    • ατρόχιστο μυαλό

[cpd w. *τροχιστός (: τροχίζω), whose der is τροχιστ-ικός; cf also τροχιστικά τα, (Koumanoudis: 1897, 1898)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go