Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατρόμητα [atrόmita] adv
- fearlessly, boldly, dauntlessly (syn in άτρομα):
- πολεμάει ~ |
- το μάτι σου κοιτάζει ~ τον τρόμο (Kazantz) |
- μια γυναίκα ερχότανε να μιμηθεί ~ έναν Kάτωνα, ένα Bρούτο κλ (Roussos) |
- poem τούτος ~, τυφλά, σ' εχθρού μεγάλου πλήθος | ωσάν τα βόλια εχύθηκε που τ' άνοιξαν το στήθος (Markoras) |
- .. αποφεύγω να τον κοιτώ | ~ στα μάτια (Pavleas)
[der of ατρόμητος]
- fearlessly, boldly, dauntlessly (syn in άτρομα):



