Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατροφία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατροφία η [atrofía] Ο25 : (ιατρ.) υπερβολική μείωση του όγκου και της μάζας οργάνου του σώματος που είναι αποτέλεσμα της φθοράς των συστατικών του από έλλειψη τροφής· μαρασμός: Mυϊκή / νευρική / δερματική ~. ~ μήτρας. H ~ του εγκεφάλου προκαλεί σοβαρές διαταραχές. ANT υπερτροφία.

[λόγ. < αρχ. ἀτροφία]

[Λεξικό Κριαρά]
ατροφία η.
  • Στέρηση τροφής, αθρεψία:
    • (Διγ. Z 1771).

[αρχ. ουσ. ατροφία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατροφία [atrofía] η, (L)
  • ① lack or insufficiency of nourishment (syn ασιτία, ant υπερτροφία):
    • πέθανε από ~
  • ⓐ fig lack of fuel:
    • η φωτιά δούλεψ' ελεύθερη, ώσπου έσβησε σχεδόν μονάχη, από ~ (Xenop)
  • ② med state or process of atrophy (syn ατροφικότητα):
    • ~ της μήτρας, μυών |
    • το οινόπνευμα προκαλεί ~ των όρχεων στον άντρα |
    • μου ζητούν τη συμβουλή μου για την θεραπεία της ατροφίας των μαστών (GLadas)
  • ⓑ fig atrophy, degeneration, decline (syn in ατρόφηση):
    • η Eλλάδα .. είχε καταδικάσει το πνεύμα της σε ~ και το λαό της στην αγραμματοσύνη (Theotokas) |
    • το αέτωμα στις στήλες ατροφεί στο τέλος ..· τέτοια ~ παρατηρούμε σε μια επιγραφή από το Πέργαμο (Charitonidis)

[fr kath ατροφία ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (also pap), AG (Aristotle)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες