Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατρησία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατρησία [atrisía] η, (L) med
  • absence of a natural opening in a human organ, atresia:
    • γεννήθηκε με ~ δωδεκαδακτύλου |
    • πολλά δημοσιεύματά του αφορούν στην χειρουργική της ατρησίας του εντέρου εκ γενετής (Louros)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατρησία ← ISV atresia, der of AG τρῆσις 'perforation' bes ἄτρητος 'unperforated']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες