Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατρησία [atrisía] η, (L) med
- absence of a natural opening in a human organ, atresia:
- γεννήθηκε με ~ δωδεκαδακτύλου |
- πολλά δημοσιεύματά του αφορούν στην χειρουργική της ατρησίας του εντέρου εκ γενετής (Louros)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατρησία ← ISV atresia, der of AG τρῆσις 'perforation' bes ἄτρητος 'unperforated']
- absence of a natural opening in a human organ, atresia:



