Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατραπός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατραπός η [atrapós] Ο34 : (λόγ.) δύσβατο μονοπάτι. || (μτφ.): H ~ της αρετής. H ~ της οικονομικής ανάπτυξης.

[λόγ. < αρχ. ἀτραπός `μονοπάτι΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατραπός [atrapós] η, (L)
  • path, byroad, track, trail (syn δρομάκος, μονοπάτι, near-syn στενωπός):
    • οδοιπορώντας ή ανεβασμένοι πάνω σε ζώα διέσχιζαν αδιάβατες ατραπούς (Karouzou) |
    • η τραγική αφαίμαξη του ελληνικού λαού με την μετανάστευση .. εκτονώνει το ηφαίστειο, στρέφοντας τη λάβα του σε αλλοδαπές ατραπoύς (Ploritis)

[fr kath ατραπός ← MG (CGL) ← AG 'path']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go