Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατοπία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατοπία η [atopía] Ο25 : α.η ιδιότητα του άτοπου, το να είναι κτ. άτοπο: H ~ των συμπερασμάτων του είναι προφανής. β. σκέψη, λόγος ή πράξη άτοπη, παράδοξη, παράλογη ή απρεπής· ατόπημα.

[λόγ. < αρχ. ἀτοπία]

[Λεξικό Κριαρά]
ατοπία η.
  • Kακή πράξη, ατόπημα:
    • να μην θωρώ τες ατοπίες της (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 415).

[αρχ. ουσ. ατοπία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατοπία [atopía] η, (L)
  • ① inappropriateness, ineptitude, incongruity, absurdity (syn άτοπο 2):
    • ακόμη φανερότερη γίνεται η ~ του [ισχυρισμού], αν εξετάσομε .. τι αντιπροσωπεύει για το ελληνικό έθνος η δημοτική γλώσσα (Glinos)
  • ② = ατόπημα 1:
    • μια άλλη ~ στα κείμενα του Γ.Β., όταν αναφέρει μουσικά όργανα, είναι ότι τα αποδίδει κάθε φορά κι αλλιώτικα (Karakasis)
  • ⓐ = ατόπημα 2:
    • διαπράττουν συνταγματικές ατοπίες
  • ③ med type of allergy, atopy

[fr kath ατοπία ← MG ← K, AG, der of άτοπος w. suff -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες