Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατοξικός -ή -ό [atoksikós] Ε1 : ο μη τοξικός.
[λόγ. α- 1 τοξικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατοξικός, -ή, -ό [atoksikós] (L)
- non-toxic (ant τοξικός):
- κρεβατάκι βαμμένο με ατοξικό χρώμα
[fr kath (neol) ατοξικός, cpd w. τοξικός]
- non-toxic (ant τοξικός):



