Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατομοκράτης [atomokrátis] ο, (L)
- believer in the importance or study of individuals, individualist (syn ατομικιστής 2, ατομιστής 1):
- ο Λάο Τσε ήταν ~, φθάνοντας ως τον αναρχισμό (Evelpidis)
[fr kath (neol) ατομοκράτης, cpd w. combin form -κράτης; cf δημοκράτης, φυσιοκράτης etc]
- believer in the importance or study of individuals, individualist (syn ατομικιστής 2, ατομιστής 1):



