Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατομοβόμβα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατομοβόμβα [atomovόmva] η, (L)
  • atom bomb, nuclear bomb (syn phr ατομική or πυρηνική βόμβα, syn πυρηνοβόμβα)

[cpd of άτομο & βόμβα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες