Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατομικό
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Γεωργακά]
ατομικό [atomikό] το, (L)
  • ① sth individual, particular, or specific, particular (syn ειδικό, ant γενικό):
    • η ιστορία είναι έρευνα του ατομικού, ενώ η επιστήμη του γενικού (Evelpidis)
  • ② usu pl ατομικά τα, matters of personal interest (syn τα προσωπικά):
    • όλο για τον πόλεμο έλεγες· .. ύστερα γύριζες στ' ατομικά σου (Tsirkas)

[substantiv. n of ατομικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατομικοποιημένος, -η, -ο [atomikopiiménos] (L)
  • adapted to individuals, individualized:
    • ο δάσκαλος πιστεύει σήμερα περισσότερο στην ατομικοποιημένη διδασκαλία (Geros)

[ppp of *ατομικοποιώ, cpd of ατομικός & -ποιώ; cf ant αποατομικοποιημένος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατομικός 1 -ή -ό [atomikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που ανήκει σε ένα άτομο και όχι στο σύνολο: Aτομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Aτομικές ελευθερίες. Aτομική ιδιοκτησία, ιδιωτική, προσωπική. Aτομικές ενέργειες / προσπάθειες. ANT συλλογικός. Aτομικό συμφέρον. Aτομική πρωτοβουλία, ιδιωτική. Aτομική περίπτωση, ιδιαίτερη, συγκεκριμένη. || Aτομική ψυχολογία, που μελετά τις ψυχολογικές διαφορές που διακρίνουν τα άτομα. || (στρατ.): ~ οπλισμός, ο προσωπικός οπλισμός κάθε στρατιωτικού. Aτομικό όπλο, το προσωπικό όπλο κάθε στρατιωτικού. || (λογ.): Aτομική έννοια, που αναφέρεται σε ένα μόνο αντικείμενο. Aτομική κρίση, της οποίας το κατηγορούμενο αναφέρεται σε ένα μόνο υποκείμενο. ατομικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. άτομ(ον) 1 -ικός μτφρδ. γαλλ. individuel, personnel]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατομικός 2 -ή -ό : που αναφέρεται στο άτομο της ύλης: Aτομική θεωρία. Οι ατομικοί φιλόσοφοι της αρχαιότητας. Aτομικό βάρος. ~ όγκος / αριθμός*. || (ειδικότ.) πυρηνικός: Aτομική φυσική / ενέργεια / βόμβα. ~ αντιδραστήρας / πόλεμος / επιστήμονας. Aτομικό εργοστάσιο / υποβρύχιο.

[λόγ. < γαλλ. atomique < atom(e) = άτομ(ον) 2 -ique = -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατομικός, -ή, -ό [atomikós] (L)
  • ① of or pertaining to a single individual, individual, particular, single (near-syn ιδιαίτερος, μοναχικός, ant γενικός, ομαδικός, συλλογικός):
    • ~ επίδεσμος, φωτισμός |
    • ατομική άσκηση, εκπαίδευση, προσπάθεια, πρωτοβουλία |
    • ατομική ευθύνη (ant συλλογική ευθύνη) |
    • ατομική ψυχολογία individual psychology |
    • ατομικό αντίσκηνο |
    • philos, logic ατομική έννοια (πρόταση) particular notion (proposition) (ant γενική έννοια) |
    • o ζωγράφος έκαμε ατομικές εκθέσεις |
    • μπορεί η ατομική ψυχή να συγχωνεύεται μέσα στην ψυχή του σύμπαντος (Evelpidis) |
    • το οικοδόμημα της κοινωνίας πήγαινε να διαλυθεί στ' ατομικά του στοιχεία (id.) |
    • προτιμά από επιδιώξεις ομαδικού προσηλυτισμού τις προσπάθειες ατομικού προσηλυτισμού (Dimaras)
  • ⓐ restricted or pertaining to a particular individual, personal, private, individual (syn ιδιωτικός, προσωπικός, ant δημόσιος, κοινός):
    • ~ λογαριασμός, φάκελος |
    • ατομική ανάγκη, δημιουργία, ιδιοκτησία, τεχνοτροπία, φυσιογνωμία |
    • ατομικές ελευθερίες, εμπειρίες, πεποιθήσεις, υποθέσεις |
    • ατομικό κέρδος, συμφέρον |
    • ατομικά συναισθήματα, χαρακτηριστικά |
    • αν η άποψή μου δεν ικανοποιεί αντικειμενικά, ας κριθεί σαν μια ατομική μαρτυρία (Theotokas) |
    • η επιστήμη .. δεν επιτρέπει κατωτερότητες και ατομικούς υπολογισμούς (Sifalakis) |
    • όπου γκρεμός έπρεπε να τόνε σκαρφαλώσουμε ζαλωμένοι τ' ατομικά μας είδη (Kasdaglis) |
    • εδώ τα κύματα των εντυπώσεών του γίνονται ατομικότερα (Diomatari)
  • ② phys of or pertaining to the atom, atomic:
    • ~ αριθμός, όγκος, πυρήνας |
    • ατομική αποσύνθεση, ενέργεια, θεωρία, φυσική |
    • ατομικό βάρος |
    • κέντρο ατομικών σπουδών
  • ⓑ pertaining to or utilizing atomic energy, atomic, nuclear (syn πυρηνικός):
    • ~ αντιδραστήρας, ηλεκτρισμός, κινητήρας, πόλεμος |
    • ατομική βόμβα |
    • ατομική διάσκεψη |
    • ατομική στήλη atomic pile |
    • ατομικό καταφύγιο, νέφος, υποβρύχιο |
    • ατομικά πειράματα |
    • κρατούσε μια διαμαρτυρία για τη χρήση των ατομικών όπλων (Thrylos) |
    • μπήκαμε κιόλας στην ατομική εποχή (Angelop)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομικός, der of (Aristotle) ἄτομον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατομικότητα η [atomikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ατόμου 1 ή του ατομικού 1: H ~ μιας περίπτωσης.

[λόγ. ατομικ(ός) 1 -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατομικότητα [atomikόtita] η, (L)
  • ① distinctive or individualizing character or quality, individuality (syn ατομισμός 2):
    • έντονη, ζωντανή, καλλιτεχνική, πλούσια ~ |
    • ~ του λαού, του ποιητή, της τέχνης |
    • ~ του βουνού, του έργου, της πόλης, των σπιτιών |
    • η μόδα εξαφανίζει κάθε ~ (Papantoniou) |
    • ο φυσικός προφορικός λόγος .. καθρέφτιζε την κάθε ~ (Delmouzos) |
    • η ιστορία, όπως την καταλαβαίνουν οι μαρξιστές, .. προβάλλει τη μάζα και σκοτώνει την ~ (Evelpidis) |
    • anthrop οι διάφορες περιοχές της Κρήτης διατηρούν ακόμη την ατομικότητά τους (Poulianos)
  • ⓐ tendency to assert one's uniqueness or distinctiveness, individualism, individuality (syn ατομισμός 2b):
    • είχε ~, δεν άφηνε κανένα να του πάρει τον αέρα |
    • ξεπερνάν τα εκατό τα λογής λογής έντυπα, που κυκλοφορούν κρυφά· μανία της ατομικότητας του Έλληνα (ChZalokostas) |
    • είμαστε λαός με ιδιοσυγκρασία προς την ~ (Theodorakop)
  • ② individual person, personality (syn προσωπικότητα, χαρακτήρας, near-syn άτομο 3):
    • ο Μουσταφά Κεμάλ, .. ο βασιλιάς της εζάζης κλ, όλες αυτές οι φυσιογνωμίες δεν είναι απλώς ενδιαφέρουσες ατομικότητες (Kazantz) |
    • μόνον οι αγνές και δυνατές χαρούμενες ατομικότητες μπορούν, αν επιβληθούν, να επιτύχουν τη γενική ανόρθωση (Thrylos) |
    • οι ισχυρές ατομικότητες στέκονται κάτω από την πίεση αντικειμενικού αναγκασμού (Georgoulis)
  • ⓑ individual item, unit (near-syn μονάδα):
    • οι αριθμοί .. είναι ως ξεχωριστές ατομικότητες πεπερασμένοι, ενώ ως σύνολο μοιάζουν να 'ναι άπειροι (Kanellop)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομικότης, der of ατομικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες