Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατομικιστικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατομικιστικά [atomicistiká] adv (L)
  • in a manner promoting personal interests, self-centeredly, egotistically (syn ατομιστικά, εγωιστικά):
    • ο καθένας έχει το δικό του μπαϊράκι, λειτουργεί και αυτός ~ (Stratou)

[der of ατομικιστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες