Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατομικεύω [atomicévo] (L)
- bestow individual characteristics, individualize, particularize (syn εξατομικεύω, ant αποατομικεύω):
- το κακό είν' εκείνο που μας ατομικεύει· το καλό, εκείνο που μας ανταμώνει (Palam)
[fr kath (neol) ατομικεύω (Koumanoudis ατομικεύομαι), der of ατομικός]
- bestow individual characteristics, individualize, particularize (syn εξατομικεύω, ant αποατομικεύω):



