Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατομικεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατομικεύω [atomicévo] (L)
  • bestow individual characteristics, individualize, particularize (syn εξατομικεύω, ant αποατομικεύω):
    • το κακό είν' εκείνο που μας ατομικεύει· το καλό, εκείνο που μας ανταμώνει (Palam)

[fr kath (neol) ατομικεύω (Koumanoudis ατομικεύομαι), der of ατομικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες