Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατομικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατομικά [atomiká] adv (L)
  • ① individually, particularly, singly (syn ατομικώς 1, ant ομαδικά, συλλογικά):
    • ~ και συλλογικά δρα μέσα στον φυσικό και κοινωνικό κόσμο ο άνθρωπος (Papanoutsos) |
    • ο άνθρωπος ~ ή ομαδικά .. αποτελεί το αντικείμενο της μελέτης μας (Dimaras) |
    • οι εμπορικές .. συνθήκες .. που επιβαρύνουν ~ τους Έλληνες δεν ισχύουν χωρίς τη συγκατάθεση της Βουλής (Christidis EΣ) |
    • δεν μπορούμε να νοιώσουμε την ευχαρίστηση ~, έξω από την κοινωνία όπου ζούμε (Evelpidis)
  • ② personally, privately, individually (syn ατομικώς 2, προσωπικά):
    • η υπόθεση τον αφορά ~ |
    • ~, για να είμαι ειλικρινής, δεν αγαπώ τη δραματικότητα στη θρησκευτική τέχνη (Athanasiadis-N) |
    • κάθε ποιητής είναι ~ υπεύθυνος για τον ξεπεσμό της κοινωνίας του (Chourmouzios)

[der of ατομικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες