Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμοσίδερο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατμοσίδερο το [atmosíδero] Ο41 : οικιακή συσκευή για το σιδέρωμα των ρούχων με ατμό.

[λόγ. ατμο- + σίδερο]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοσίδερο [atmosí∂ero] το, (L)
  • steam iron (syn phr σίδερο ατμού)

[neol, cpd w. σίδερο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες