Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατιμώρητα [atimόrita] adv (L)
- without punishment, w. impunity (syn ατιμωρητί):
- αδικεί, βρίζει, σκοτώνει ~ |
- ~ ποδοπατάει τη βασιλική εξουσία |
- το αίμα τους χύθηκε ~ |
- δε μαγαρίζουν ~ .. το σπίτι του θεού (Kazantz) |
- η ομορφιά έχει όρια, που κανένας άνθρωπος δεν τα περνάει ~ (KPolitis) |
- δεν επέτρεπε ~ τις αυθαιρεσίες του κατακτητού (Varelas) |
- poem αλλ' ~ η Τουρκιά δε θέλει καταφέρει | να σπρώξει εκεί το πάτημα, ν' απλώσει εκεί το χέρι (Markoras)
[fr postmed (Somavera) ατιμώρητα, der of ατιμώρητος]
- without punishment, w. impunity (syn ατιμωρητί):



