Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατιμώρητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατιμώρητα [atimόrita] adv (L)
  • without punishment, w. impunity (syn ατιμωρητί):
    • αδικεί, βρίζει, σκοτώνει ~ |
    • ~ ποδοπατάει τη βασιλική εξουσία |
    • το αίμα τους χύθηκε ~ |
    • δε μαγαρίζουν ~ .. το σπίτι του θεού (Kazantz) |
    • η ομορφιά έχει όρια, που κανένας άνθρωπος δεν τα περνάει ~ (KPolitis) |
    • δεν επέτρεπε ~ τις αυθαιρεσίες του κατακτητού (Varelas) |
    • poem αλλ' ~ η Τουρκιά δε θέλει καταφέρει | να σπρώξει εκεί το πάτημα, ν' απλώσει εκεί το χέρι (Markoras)

[fr postmed (Somavera) ατιμώρητα, der of ατιμώρητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες