Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατιμωτικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατιμωτικά [atimotiká] adv, (L)
  • in a manner causing disgrace or dishonor, dishonorably, ignominiously (near-syn εξευτελιστικά):
    • απολύθηκε ~ από το στρατό

[der of ατιμωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες