Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατιμασμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατιμασμός ο [atimazmós] Ο17 : προσβολή και στέρηση της τιμής, της υπόληψης, της αξιοπρέπειας κάποιου· ατίμωση· (πρβ. ντρόπιασμα, εξευτελισμός).

[λόγ. < ελνστ. ἀτιμασμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go