Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατιμασμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατιμασμένος, -η, -ο [atimazménos]
  • disgraced, dishonored, shamed (syn ντροπιασμένος, ant τιμημένος):
    • ατιμασμένη ζωή |
    • ατιμασμένο όνομα, σπίτι |
    • εκδικιέται ο γιος τον ατιμασμένο πατέρα (Kazantz) |
    • ορμά να κομματιάσει την ατιμασμένη αδελφή του (Charis) |
    • είχε δώσει το λόγο του να τινάξει τη γέφυρα του Γοργοπόταμου και δε μπορούσε να ζήσει ~ (ChZalokostas)

[ppp of ατιμάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες