Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατημέλητος -η -ο [atimélitos] Ε5 : (για πρόσ. και εμφάνιση προσώπου) αφρόντιστος, απεριποίητος: Aτημέλητο ντύσιμο. Πίσω απο το ατημέλητο παρουσιαστικό της μάντευε κανείς μια σπάνια ομορφιά.
[λόγ. < αρχ. ἀτημέλητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατημέλητος, -η, -ο [atimélitos] (L)
- ① untidy, messy, unkempt (syn ακατάστατος 1b, απεριποίητος 2, αφρόντιστος):
- ατημέλητη γενειάδα, εμφάνιση, κομψότητα, περιβολή, φορεσιά |
- ατημέλητα μαλλιά |
- μια σκοτεινιά πλημμύριζε τα δωμάτια, που διακρίνονταν για κάτι το καλλιτεχνικά ατημέλητο (Karantonis)
- ⓐ untidily or shabbily dressed, ill-groomed, slovenly (syn ασυγύριστο 1b):
- ~ |
- με δέχτηκε πρώτα στη σάλα .. χλωμούτσικη και κάπως ατημέλητη (Xenop) |
- γυρνούσαμε αξύριστοι κι ατημέλητοι σαν αλήτες (Theotokas) |
- ατημέλητοι άνθρωποι φανερώνουν κάποτε πως ο εσωτερικός τους κόσμος είναι τόσο πλούσιος ώστε η πρόσοψη να είναι περιττή (Louros)
- ② fig careless, neglectful, slipshod, sloppy (syn ασυγύριστος 2, αφρόντιστος near-syn πρόχειρος):
- ~ |
- ατημέλητη καθαρεύουσα, σάτιρα, τέχνη |
- ατημέλητο στιχούργημα, ύφος
[fr kath ατημέλητος ← AG ἀτημέλητος]
- ① untidy, messy, unkempt (syn ακατάστατος 1b, απεριποίητος 2, αφρόντιστος):



