Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατεχνία η [atexnía] Ο25 : η ιδιότητα του άτεχνου· κακοτεχνία.
[λόγ. < αρχ. ἀτεχνία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατεχνία [atexnía] η, (L)
- unskilfulness, artlessness, clumsiness, inelegance (near-syn κακοτεχνία, ant τέχνη):
- ποιητική ~ |
- όποιαν ~ |
- κοιτάζουν .. πώς να του βρουν όσο γίνεται πιο πολλές ανωμαλίες και παραλογισμούς και ατεχνίες (id.)
[fr kath ατεχνία ← Κ, ΑG ἀτεχνία]
- unskilfulness, artlessness, clumsiness, inelegance (near-syn κακοτεχνία, ant τέχνη):



