Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατενώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατενώς [atenós] adv (L)
  • ① gym, milit (command to return to) attention
  • ② fixedly, intently, (near-syn ασκαρδαμυκτί):
    • το λουλουδάκι είχε τα μάτια του ~ |
    • την έβλεπε μόνον ~ στα μάτια .. λέγοντάς της άφωνα πως ήθελε πρώτα την αμοιβή του (Karkavitsas)

[fr kath ατενώς ← K, AG ἀτενῶς, der of ἀτενής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες