Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατελεκτασία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατελεκτασία [atelektasía] η, (L) med
  • defective expansion or collapse of lung, atelectasis:
    • λοβώδης, πνευμονική ~

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατελεκτασία (1854, 1879), cpd of ατελής & εκτασία 'lengthening' (pap, 4th c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες