Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αταξίδευτο [ataksí∂efto] το,
- lack of travel experience (syn αταξιδεψιά):
- τ' όνομα Aσάλευτη Zωή .. συγκρατεί δυο συναπτά νοήματα μέσα του· το ένα της ακινησίας, του αταξίδευτου, .. του καθιστικού της ζωής του ποιητή (Palam)
[substantiv. n of αταξίδευτος2]
- lack of travel experience (syn αταξιδεψιά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αταξίδευτος -η -ο [ataksíδeftos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που ποτέ δεν ταξίδεψε (συνήθ. με πλοίο αλλά και με άλλο μέσο): Aταξίδευτοι ως τότε φοβόμασταν να μπούμε στο καράβι. β. (για πλοίο κτλ.) που δεν έχει ταξιδέψει ως τώρα: Tα μισά καΐκια του νησιού έμειναν όλο το χειμώνα αταξίδευτα. γ. πρωτοτάξιδος: Aταξίδευτο το πλοίο, ~ κι ο καπετάνιος.
[α- 1 ταξιδεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αταξίδευτος1 [ataksí∂eftos] ο,
- untraveled person, stay-at-home:
- ο ~ |
- οι αταξίδευτοι είναι οριστικά καταδικασμένοι να χάσουν την [πλατύτερη] αντίληψη (Panagiotop)
[substantiv. m of αταξίδευτος2]
- untraveled person, stay-at-home:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αταξίδευτος2, -η, -ο [ataksí∂eftos]
- ① not having traveled, not traveling, untraveled (syn ατάξιδος, ant πολυταξιδεμένος, πολυτάξιδος, ταξιδεμένος):
- ~ |
- αταξίδευτη γυναίκα, βάρκα |
- αταξίδευτο καράβι a newly-built ship |
- έν' αβάφτιστο κότερο καινούργιο κι αταξίδευτο ακόμα (Drosinis) |
- ~, ριζωμένος, ακίνητος· έτσι θεωρούσε τη φύση μέσα από τη σκήτη του (Tsatsos) |
- έχουμε τη γνώμη πως βασικά ο Nεοέλληνας είναι ~ (Sachinis) |
- τα παπούτσια της δεν είχαν δει ποτέ φώτα, χορούς· ήταν παπούτσια αταξίδευτα (Koumantareas)
- ② pass not traveled through, untraversed, untraveled:
- αταξίδευτο πέλαγος, πέρασμα |
- τα σκαφίδια αυτά δεν αφήσανε ποτές αταξίδευτο τον Eυβοϊκό, μ' όποιον καιρό (Zappas) |
- η ποίηση ξεκινά από μυστικές κι αταξίδευτες κορυφές της ψυχής (Dimaras)
[fr postmed (Somavera) αταξίδευτος, cpd w. ταξιδευτός, whence der ταξιδευτ-ικός]
- ① not having traveled, not traveling, untraveled (syn ατάξιδος, ant πολυταξιδεμένος, πολυτάξιδος, ταξιδεμένος):



