Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αταβιστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αταβιστικός -ή -ό [atavistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το φαινόμενο του αταβισμού: Aταβιστικά χαρακτηριστικά. Aταβιστική συμπεριφορά.

[λόγ. < αγγλ. atavistic (-ic = -ικός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αταβιστικός, -ή, -ό [atavistikós] (L)
  • relating to an ancestral or primordial type or phase, atavistic (syn in αταβικός):
    • αταβιστική κληρονομικότητα |
    • αταβιστικό ένστικτο, κατάλοιπο |
    • στάση, έκφραση, κίνηση, είχαν την αταβιστική χάρη αιώνων κοινωνικής αγωγής (Athanasiadis-N) |
    • να διοχετευθεί η αταβιστική ανάγκη μάχης .. προς τους αθλητικούς στίβους (ChZalokostas) |
    • έχω ακόμα μέσα μου την αταβιστική ανάγκη της προστασίας και της σιγουριάς (Louros)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αταβιστικός ← It atavistico]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες