Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αταβισμός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αταβισμός ο [atavizmós] Ο17 : (βιολ.) φαινόμενο κατά το οποίο χαρακτηριστικές ιδιότητες ενός προγόνου εμφανίζονται σε απογόνους ύστερα από δύο ή περισσότερες γενιές.

[λόγ. < γαλλ. atavisme (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αταβισμός [atavizmós] ο, (L)
  • recurrence (in an organism) of characteristics found in remote ancestors, atavism (syn προγονισμός):
    • βιολογικός, κοινωνικός ~ |
    • στα βάθη της ψυχής του Π.B. εξυπνούσε από αταβισμό το αίσθημα του αρχαίου πατέρα (Xenop) |
    • έχει την άνεση και τη φυσικότητα, που δίνουν η ανατροφή κι ο ~ από γενεές αρχοντικών προγόνων (Ouranis) |
    • τα χέρια του μαλάζανε, τρυπώνανε ανίδεα, οδηγημέν' απ' τον αταβισμό του φύλου (KPolitis) |
    • έχει μέσα του τον αταβισμό του χωρικού (Evelpidis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αταβισμός ← It atavismo (cf Fr atavisme), this der of Lat atavus 'forefather']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go