Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατίθασα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατίθασα [atíθasa] adv (L)
  • untamably, unmanageably, wildly (near-syn άγρια 2):
    • άξαφνα .. τινάζεται κει κάτω ~ |
    • πάνω απ' το κεφάλι του γέροντα και του παιδιού τριγυρίζει ~ πνεύμα αμφίβολο και αινιγματικό (id.) |
    • τα ασπρόγκριζά του μαλλιά πάντα τόσο ~ χτενισμένα (Nakou)

[der of ατίθασος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες