Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατάραχα [atáraxa] adv (L) (& region. ατάραγα)
- impassively, calmly, tranquilly, serenely (syn απαθώς, ατάραχτα, ήρεμα, ψύχραιμα):
- αποκρίνεται, διηγείται, χαμογελά ~ |
- ~ περνούσανε τους δρόμους όπου το βόλι λούφαζε και ξεσπούσε (Vlachogiannis) |
- έδυε μεγαλόπρεπα και ~ στον αυτοκρατορικό θρόνο της η γηραιά βασίλισσα Bικτωρία (Ouranis) |
- δέχεται ~ την έξαλλη αλλά κούφια παραφορά του Γ. (Thrylos) |
- ~ και γαλήνια θεωρεί τον ιδεοκρατούμενο κόσμο (Tsatsos) |
- poem και σα να μην τον πάτησε | του Xάρου το ποδάρι, | ο Aκρίτας μόνο ~ | κοιτάει τον καβαλάρη (Palam) |
- .. ατάραγα στων γερατειών την όχθη να ζυγώνεις (Murtiotissa)
[der of ατάραχος2]
- impassively, calmly, tranquilly, serenely (syn απαθώς, ατάραχτα, ήρεμα, ψύχραιμα):



