Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατάρακτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ατάρακτος, επίθ.
  • Γαλήνιος:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [257]).

[αρχ. επίθ. ατάρακτος. T. χτος σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες