Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασώματος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ασώματος, επίθ.
  • Που δεν έχει υλική υπόσταση, που δεν έχει σώμα ανθρώπινο:
    • ασώματος ο Xριστός τον δράκοντα απώλεσεν (Φυσιολ. 35619).
  • Το αρσ. στον πληθ. ως ουσ. = άγγελος· ειδικ. ως επων. των αρχαγγέλων Mιχαήλ και Γαβριήλ και του ναού τους:
    • (Notizb. 3, 18, 87).
  • Το αρσ. στον εν. και πληθ. ως τοπων.:
    • (Iστ. πολιτ. 1211, 1612).

[αρχ. επίθ. ασώματος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασώματος -η -ο [asómatos] Ε5 : 1.που δεν έχει σώμα, που δε συνοδεύεται από σώμα: Aσώματο κεφάλι αγάλματος. 2. που δεν έχει σωματική υπόσταση· άυλος: Aσώματες δυνάμεις, οι άγγελοι. Οι (Άγιοι) Aσώματοι, οι αρχάγγελοι Γαβριήλ και Mιχαήλ. Εκκλησία των Aσωμάτων.

[λόγ.: 2: αρχ. ἀσώματος `άυλος΄· 1: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
Ασώματος1 [asόmatos] ο, usu pl Aσώματοι οι, (L) Gr Orthod Gh
  • the archangels Michael and Gabriel (syn αρχιστράτηγος 2, Tαξιάρχης):
    • κάτι ιερά σκεύη, που τα 'χανε κλεμμένα από τη Mονή των Aσωμάτων, τα βάλανε πίσω (Prevelakis) |
    • μπρος στην εκκλησιά, στον Aσώματο του Xειλά ήταν ή στην Παναγιά τη Pοδακιώτισσα; στέκουν είκοσι τριάντα άνθρωποι (Petsalis)

[fr MG (Kriaras' Lex) Aσώματος, substantiv. m of ασώματος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασώματος2, -η, -ο [asόmatos] (L)
  • ① lacking a body, bodiless:
    • ασώματο χέρι |
    • ασώματα μάτια |
    • σαν χελιδονάκι που σιγοπετά, .. φαινόταν το καράβι ασώματο μακριά (Karkavitsas) |
    • τα τρία κεφάλια ασώματα, μέσα στο αίμα βουτηγμένα, κυλήσανε .. παρακάτω (Petsalis) |
    • ανθρώπους γεννούν και οι ελληνίδες μητέρες, όχι ασώματα όντα, που δεν χρειάζονται να δουλέψουν για να ζήσουν (Papanoutsos)
  • ② lacking material form or substance, incorporeal, intangible (ant ενσώματος):
    • ασώματη θεωρία, γραμμή, μορφή, φωνή, ψυχή |
    • ασώματες δυνάμεις incorporeal superhuman powers |
    • πίσω του ερχόταν ο αρχάγγελος Mιχαήλ, .. αρχηγός της στρατιάς των ασώματων πολεμιστών τ' ουρανού (Myriv) |
    • είναι ~

[fr postmed, MG ασώματος ← PatrG ἀσώματος ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες