Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύστατος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ασύστατος, επίθ.
  • 1) Που δεν έχει συνοχή, διάρκεια· φθαρτός:
    • ασυστάτου … ανδρός (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 93).
  • 2)
    • α) Eυμετάβλητος, ασταθής, άστατος· ασυνεπής:
      • ο ασύστατος ο χρόνος (Λίβ. Sc. 2256
      • τύχη … ασύστατη (Eρωφ. B´ 199
      • Hν γαρ το γένος των Bλάχων ασύστατον (Δούκ. 2532
      • γυναίκα ασύστατη (Πιστ. βοσκ. I 2, 185
    • β) υπερβολικός:
      • το κάλλος το αμύθητον εκείνο, το ασύστατον (Πτωχολ. α 673).
  • 3) Που δεν έχει υπόσταση· άκυρος:
    • γάμος … ασύστατος (Eλλην. νόμ. 5607).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = αστάθεια:
    • το ασύστατον της τύχης (Λίβ. N 1979).

[αρχ. επίθ. ασύστατος. Tο ουδ. ως ουσ. μτγν. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασύστατος -η -ο [asístatos] Ε5 : που δεν είναι αληθινός· ανυπόστατος, ανακριβής: Aσύστατοι ισχυρισμοί. Aσύστατες φήμες / διαδόσεις. Οι κατηγορίες αποδείχτηκαν ασύστατες και ο κατηγορούμενος αθωώθηκε. ασύστατα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀσύστατος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασύστατος, -η, -ο [asístatos] (L) & region.
  • ① uncomposed, unformed, unestablished, amorphous (near-syn ασχημάτιστος 3b):
    • έγραψ' άλλοτε για τη γλώσσα [του Π.] πως είναι ασύστατη σαν από ζυμάρι (Palam) |
    • τα δόγματα της ρομαντικής θρησκείας είχανε απήχηση στην ασύστατη ακόμα φαντασία του (id., adapted)
  • ⓐ lacking substance, insubstantial, immaterial, ethereal (syn άυλος):
    • όταν όμως ο ήλιος βασιλέψει, .. όλα γίνονται ξέθωρα κι ασύστατα (Ouranis) |
    • poem σαν τα κοπάδια που βελάζουνε όλα |..| κι αχολογάν τα πλάγια θρήνο ασύστατο και σκοτεινό (Sikel) |
    • .. ακόμη και τ' αστέρια φαίνονταν υπερφυσικά και ασύστατα (Ritsos)
  • ② unsupported, unfounded, unsubstantiated, baseless, groundless (syn αβάσιμος, ανεδαφικός 1, ανυποστήρικτος 2, αστήριχτος2 2):
    • ~ |
    • ασύστατη αξίωση, είδηση, καταγγελία, συκοφαντία, φήμη |
    • ασύστατες δικαιολογίες |
    • ασύστατο όνειρο |
    • οι παραδόσεις για την καταφυγή Kομνηνών στη Mάνη φαίνεται ότι είναι ασύστατες (Vacalop) |
    • δείχνει πόσο ασύστατοι είναι οι ισχυρισμοί των αστρολόγων για την πρόγνωση του μέλλοντος (Tatakis) |
    • σήμερα τέτοιες ασύστατες θεωρίες δεν μπορούν πια να μας πείσουν (Kakridis)
  • ⓑ lacking cause or reason, uncalled for, gratuitous (near-syn αδικαιολόγητος, αναίτιος2 1):
    • όλο καμάρι ξέσπασε ο T. σ' ένα χάχανο ασύστατο (AKotzias)
  • ③ region. untidy, slovenly, sloppy (syn ακατάστατος 1):
    • όταν δεν εύρισκε άλλη αφορμή να δέρνει τη γυναίκα του, έριχνε κάτου τα σκαμνιά τους, για να της λέει πως είναι ασύστατη να τη δέρνει (Loukatos)

[fr postmed, MG ασύστατος ← K (also pap), AG ἀσύστατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες