Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύντακτος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ασύντακτος, επίθ.
  • Που δεν τον διακρίνει τάξη, ευπρέπεια:
    • (Bέλθ. 589).

[αρχ. επίθ. ασύντακτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασύντακτος -η -ο [asíndaktos] & ασύνταχτος -η -ο [asíndaxtos] Ε5 : ANT συνταγμένος. I1. που δεν τον έχουν συντάξει ακόμα, κυρίως για επίσημο έγγραφο ή για συγγραφή κειμένου που είναι αποτέλεσμα οργάνωσης και σύνθεσης δεδομένων στοιχείων: Aσύντακτο γράμμα / έγγραφο / συμβόλαιο. Aσύντακτη έκθεση / αναφορά. 2. (γραμμ.) για γραπτό ή προφορικό λόγο που χαρακτηρίζεται από ασυνταξίες, του οποίου η σύνταξη δεν έγινε σύμφωνα με τους κανόνες της γλώσσας: H πρόταση είναι ασύντακτη και χρειάζεται διόρθωση. II. για σύνολο ανθρώπων, και ιδίως στρατιωτών που δε βρίσκονται ή που δεν είναι παρατεταγμένοι στην κανονική τους θέση: Aσύντακτο στράτευμα / πλήθος. ασύντακτα & ασύνταχτα ΕΠIΡΡ 1. (γραμμ.) χωρίς να ακολουθεί τους συντακτικούς κανόνες: Γράμμα ~ γραμμένο. 2. με ασύντακτο τρόπο: Οι στρατιώτες βάδιζαν ~.

[λόγ.: ΙΙ: αρχ. ἀσύντακτος· Ι2: ελνστ. σημ.· Ι1: κατά το συντάσσωΙ1· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασύντακτος1 [asíndaktos] ο, (L) milit
  • s.o. who has broken ranks or who has failed to join in forming ranks:
    • τα συντεταγμένα τμήματα θα κρατούσαν τον οπλισμό και τα πράγματά τους, μα οι ασύντακτοι θα θεωρούνταν αιχμάλωτοι (TAthanasiadis)

[substantiv. m of ασύντακτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασύντακτος2, -η, -ο [asíndaktos] (L) (& ασύνταχτος)
:
  • ασύντακτα δεδομένα, φαινόμενα |
  • ασύντακτο πλήθος εικόνων |
  • η ζωή, εφόσον είναι τεχνικά και οικονομικά ασύνταχτη, αντιμάχεται και κάθε άλλη τάξη (Theodorakop) |
  • την άμορφη .. ύλη την υποτάζουμε και βάζουμε τάξη στο χάος και στην ασύνταχτη συσσώρευση που αποτελούσε αρχικά (Andronikos)
  • ⓐ uncomposed, unprepared, unwritten (ant συνταγμένος):
    • η έκθεσή του είναι ακόμη ασύντακτη
  • ① disorderly, unruly, undisciplined (syn απείθαρχος2 1, άτακτος2):
    • τον είχε στείλει να κυβερνά έναν λαό θορυβώδη, ασύντακτο, παρορμητικό (Stasinop) |
    • απειθάρχητο και ασύντακτο κοπάδι (sc ψαριών) δεν μπορεί να εννοηθεί (Potamianos)
  • ⓑ milit lacking proper formation or organization, unorganized (near-syn άτακτος2, ant συνταγμένος, L συντεταγμένος):
    • ~ |
    • ασύντακτοι φαντάροι |
    • ασύντακτη ομάδα, φάλαγγα |
    • ασύντακτο τμήμα |
    • ασύντακτο μπουλούκι, στίφος |
    • βαδίζουν, προχωρούν ασύντακτοι |
    • ακολουθεί τα λίγο ή πολύ ασύντακτα φουσάτα των χωρικών (Kanellop) |
    • ο εύελπης είδε με φρίκη άνδρες απ' τον πέμπτο και τον έκτο λόχο να τρέχουν ασύντακτοι πετώντας τους γυλιούς (TAthanasiadis)
  • ② characterized by faulty or non-standard syntax, unsyntactical, ungrammatical:
    • ασύντακτη πρόταση, φράση |
    • επιστρατεύσανε φάλαγγα αναρμοδίων, για να καταδικάσει τη δημοτική ως γλώσσα ασύντακτη και ιδιωματική (Valetas) |
    • οι στίχοι αυτοί παρέχουν ένα κείμενο ασύντακτο, ακατανόητο και σχεδόν ασυνάρτητο (Andronikos)

[fr kath ασύντακτος ← ΜG ασύντακτος ← PatrG, K (also pap), AG ἀσύντακτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες