Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασύντακτα, επίρρ.
-
- Xωρίς ευπρέπεια· χωρίς κομψότητα· άχαρα:
- η τρίτη περιπάτησεν ασύντακτα καθόλου (Bέλθ. 567).
[<επίθ. ασύντακτος. H λ. και σήμ.]
- Xωρίς ευπρέπεια· χωρίς κομψότητα· άχαρα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύντακτα [asíndakta] adv (L) (& ασύνταχτα)
- not in (military) formation, out of formation, out of step, in disorderly fashion (near-syn άτακτα 1b):
- οι φαντάροι βαδίζουν με βήμα πορείας, ασύνταχτα (Petsalis) |
- αφού κατακάψανε το κονάκι του πασά, χυθήκανε δώθε κείθε ~, άταχτα, σκόρπια (id.)
[fr MG (13th c.) ασύντακτα, der of ασύντακτος]
- not in (military) formation, out of formation, out of step, in disorderly fashion (near-syn άτακτα 1b):



