Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύνδετα [asín∂eta] adv (L)
- ① unconnectedly, unrelatedly (near-syn άσχετα 1):
- θα πρόδινα τον εαυτό μου, αν κομματιαστά, ~ |
- οι τόσο αντίθετες ή έστω ~ παράλληλες ροπές δεν μπορεί να συνδεθούν μεταξύ του (Kenellop) |
- το κίνημα φούντωσε ~ μεταξύ του (ChZalokostas)
- ② disjointedly, disconnectedly, incoherently (syn in ασυναρμολόγητα):
- ρίχνει τις διάφορες ιδέες του ~ |
- έβλεπε την κοινωνική ζωή σαν ένα σύνολο ~ κινούμενων ανδρεικέλων (Kasimatis) |
- είπε βιαστικά κι ~ όλη την ιστορία (GPhPieridis)
[der of ασύνδετος]
- ① unconnectedly, unrelatedly (near-syn άσχετα 1):



