Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύμφωνος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ασύμφωνος, επίθ.
  • Aταίριαστος:
    • (Iστ. πατρ. 9213).

[αρχ. επίθ. ασύμφωνος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασύμφωνος -η -ο [asímfonos] Ε5 : που δε συμφωνεί, που δεν είναι σύμφωνος με κτ. άλλο, που είναι ανόμοιος ή διαφορετικός: Aσύμφωνες γνώμες. Aσύμφωνοι χαρακτήρες, αταίριαστοι. ασύμφωνα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀσύμφωνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασύμφωνος, -η, -ο [asímfonos] (L)
  • ① being at odds or variance w., disagreeing, opposed (near-syn αντίθετος2 2, ενάντιος, ant σύμφωνος):
    • είναι ~ |
    • τους τρομάζει η ιδέα πως μπορεί να φανούμε ασύμφωνοι με τις θελήσεις των δυο αγγλοσαξονικών κυβερνήσεων (Christidis)
  • ② conflicting, contradictory, discordant (syn αντινομικός, αντίνομος 1, αντιφατικός 2):
    • έννοιες ασύμφωνες μεταξύ τους |
    • η πανεπιστημιακή μας εκπαίδευση .. είναι ασύμφωνη με το πνεύμα και τις τάσεις της επιστήμης του καιρού μας (Papanoutsos) |
    • θα ήταν λοιπόν ασύμφωνο ολωσδιόλου με το πνεύμα του πλατωνικού Σωκράτη .. αν ελέγαμε, ότι ο φιλόσοφος αποστρέφεται εδώ τη ζωή (Theodorakop)

[fr kath ασύμφωνος ← postmed ← PatrG, K (also pap) ἀσύμφωνος ← AG, cpd w. σύμφωνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες