Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύμπτωτη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασύμπτωτη [asímbtoti] η, (L) (& ασύμπτωτος)
  • ① math asymptote
  • ② fig sth which does not intersect, coincide or harmonize (w. sth else):
    • .. το ιδανικό και το πραγματικό, αυτές οι δυο ασύμπτωτες στην καθημερινή ζωή (Evelpidis)

[fr kath η ασύμπτωτος (sc γραμμή) ← AG ἀσύμπτωτος, substantiv. f of ἀσύμπτωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες