Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύδοτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασύδοτα [así∂ota] adv
  • w. excessive or unchecked freedom, unrestrainedly (near-syn απεριόριστα 2):
    • η αισθητική συγκίνηση δεν λειτουργεί ~ |
    • δεν έχουμε δικαίωμα να διαθέσουμε ελεύθερα κι ~ τους Kυπρίους (Christidis) |
    • μπαινόβγαινε ~ στο επιτελείο κι επηρέαζε τους αξιωματικούς μας (Seferis) |
    • αλίμονο αν ο καθένας έπιανε να λέει ~ τη γνώμη του (Terzakis)

[der of ασύδοτος2 ← *ασύνδοτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες