Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύγχρονα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασύγχρονα [asíŋxrona] adv (&
  • Kazantz ασύχρονα) (L) not in keeping w. the times, contrary to the contemporary spirit (ant συγχρονισμένα):
    • ο φασισμός είναι πότε επαναστάτης, πότε συντηρητικός και πότε ~

[der of ασύγχρονος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες