Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασόδυο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασόδυο το [asóδio] Ο41 : ζαριά στην οποία το ένα ζάρι δείχνει ένα και το άλλο δύο: Έφερα ένα ~.

[άσ(ος) -ο- + δύο]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασόδυο [asό∂io] το,
  • combination of ace and deuce (cards, dice, dominoes):
    • phr τα 'φερα ~ I was unlucky, I failed

[cpd of άσος & δύο; cf ασότριο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες