Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασχόληση
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ασχόληση [asxόlisi] η, (L)
  • ① state of being engaged in work, employment (syn απασχόληση 1, ant ανεργία):
    • σε άλλο νομοσχέδιο θα προβλέπεται η πλήρης ~
  • ② = ασχόλημα:
    • αναπτύσσουν δράση χωρίς συμφέρον, όπως γίνεται και στις ανώτερες πνευματικές ασχολήσεις, στις καλές τέχνες (Evelpidis, adapted)

[fr kath ασχόλησις ← MG, der of K ἀσχολῶ (-έω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go