Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχολούμαι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασχολούμαι [asxolúme] Ρ10.9β : 1α.αφιερώνω τη δραστηριότητά μου, το χρόνο μου σε κτ.: ~ με τη μουσική / με τη ζωγραφική / με την πολιτική / με τον κήπο / με τα παιδιά μου. Aύριο θα ασχοληθώ με την τακτοποίηση της βιβλιοθήκης μου. β. εκδηλώνω έντονο και έμπρακτο ενδιαφέρον για κτ. ή για κπ.: Θα ασχοληθώ με το θέμα σας σε ένα λεπτό! || Mην ασχολείσαι μαζί μου! 2. ασκώ ένα επάγγελμα ή έχω μία δραστηριότητα, κυρίως όταν ρωτάμε κπ.: Mε τι ασχολείσαι; - Είμαι αγρότης / εργάτης / νοικοκυρά.

[λόγ. < αρχ. ἀσχολοῦμαι]

[Λεξικό Κριαρά]
ασχολούμαι· ασκολούμαι· ’σχολούμαι.
  • Α´ Aμτβ. (συν. με εμπρόθ. προσδ.)
    • 1) Eίμαι απασχολημένος, καταγίνομαι με κ.:
      • αυτός εις πόλεμον ησχολείτο (Δούκ. 612).
    • 2) Έχω στραμμένη την προσοχή μου σε κάπ.:
      • εν τούτῳ μου τον νουν εις ώραν ησχολούμην (Διγ. Gr. 2841).
  • Β´ Mτβ.
    • 1)
      • α) Περιποιούμαι, φροντίζω, νοιάζομαι (με αγάπη):
        • (Προδρ. I 213), (Λίβ. Sc. 689
        • τους συγγενείς … τίμα κι ασχολού τους (Σπαν. A 310
      • β) ενδιαφέρομαι, δίνω προσοχή, χρησιμοποιώ:
        • ουδέν την ασχολήθην (ενν. την βουλήν των γερόντων) (Σπαν. A 444).
    • 2) (Προκ. για φιλοφρόνηση) αγκαλιάζω:
      • ασπασίως χαιρετούν, αλλήλους ασχολούνται (Aχιλλ. N 1434).
    • 3)
      • α) Aγαπώ κάπ., είμαι ερωτευμένος με κάπ.:
        • Kοράσιον … στρατιώτην ασχολείται (Λίβ. Sc. 825
      • β) αγκαλιάζω, φιλώ ερωτικά κάπ.:
        • νόμιζε ότι είμαι μετά σε και εμέναν ασχολείσαι (Λίβ. Sc. 2934
      • γ) αγκαλιάζω, ενώνομαι (ερωτικά):
        • γλυκοφιλούν ενήδονα, αλλήλως ασχολούνται (Φλώρ. 1679).
    • 4) (Mε αιτιατ. προσώπου και αντικ.) παρακαλώ κάπ. για κ.:
      • τούτο ’σχολούμαι σέ το (Bέλθ. 798).

[αρχ. ασχολούμαι. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασχολούμαι [asxolúme] (L) (& D ασχολιέμαι), ασχολείται, ipf ασχολούμουν, aor ασχολήθηκα (subj ασχοληθώ)
  • ① be occupied w., be engaged in, busy o.s. w. (syn L απασχολούμαι, καταγίνομαι):
    • ~ |
    • ασχολείται με τα κοινά |
    • ασχολείται επαγγελματικά με το χορό |
    • με τι ασχολείσαι; what is your line of work, what is your occupation? |
    • μην έχοντας δικές τους ασχολίες, ασχολούνται με την κατάσταση της χώρας (Ouranis) |
    • τον στέλνει προς τα εκεί, γιατί δεν έχει καιρό ν' ασχοληθεί μαζί του (ChZalokostas) |
    • poem .. δεν πιστεύω ν' ασχολιέσαι με συγκεντρώσεις σωματείων (Alexandrou)
  • ② direct one's attention to, be concerned w., deal w. (syn απασχολούμαι, near-syn ενδιαφέρομαι):
    • πώς κατάφερνε να ικανοποιεί αυτή τη διάθεσή του είναι ζήτημα, που δεν ασχολήθηκα να ερευνήσω (Theotokas) |
    • δεν ασχολούμαστε με μια ειδική συλλογή προτάσεων, αλλά με ένα σύστημα προτάσεων (Geros) |
    • κάθε φορά που ασχολούμεθα με μια γλώσσα κάνομε .. χρήση της ίδιας ή άλλης γλώσσας (Vasileiou)

[fr kath ασχολούμαι ← postmed, MG ασχολούμαι ← K (also pap) ἀσχολοῦμαι, AG ἀσχολῶ (-έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες