Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχολίαστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασχολίαστα [asxolíasta] adv (L)
  • without commenting:
    • o Chekhov παρακολουθεί ~

[der of ασχολίαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες